- δαμαλίου
- δαμάλιονneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαμάλι — το (Α δαμάλιον, Μ δαμάλιν) [δάμαλις] μσν. νεοελλ. νεαρός ταύρος, αρσενικό μοσχάρι ενός ή δύο χρόνων νεοελλ. 1. το κρέας τού δαμαλιού 2. (για άνθρωπο) χοντροκέφαλος, ανόητος μσν. τρυφερή προσφώνηση αγαπημένου προσώπου («φῶς μου τὸ γλυκύ, πάν… … Dictionary of Greek